υδροκύων

υδροκύων
ο / ὑδροκύων, -κυνός, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους οστεοϊχθύων
αρχ.
ως κύριο όν. Ὑδροκύων
τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος, γραμμένης κατά τον τρόπο τού κυνικού φιλοσόφου Μενίππου, η οποία δεν έχει διασωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + κύων «σκύλος». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hydrocyon].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”