- υδροκύων
- ο / ὑδροκύων, -κυνός, ΝΑνεοελλ.ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους οστεοϊχθύωναρχ.ως κύριο όν. Ὑδροκύωντίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος, γραμμένης κατά τον τρόπο τού κυνικού φιλοσόφου Μενίππου, η οποία δεν έχει διασωθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + κύων «σκύλος». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hydrocyon].
Dictionary of Greek. 2013.